ΝΟΜΟΣ 3500/2006 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ
«Η διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών το έτος 1993 για την εξάλειψη της βίας κατά των Γυναικών, καθορίζει ότι η βία κατά των γυναικών εμπερικλείει α) τη βία μέσα στην οικογένεια, β) τη βία στην ευρύτερη κοινωνία, γ) τη βία που διαπράττεται η παραβλέπεται από την επίσημη πολιτεία.
Η ενδοοικογενειακή βία είναι μια από τις πιο κακοήθεις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επειδή διαπράττεται όχι από ξένους αλλά από ανθρώπους της εμπιστοσύνης. Είναι εξαπλωμένη σε όλο τον κόσμο, έχοντας επιπτώσεις στη φυσική, συναισθηματική υγεία των γυναικών και παιδιών, απειλώντας την οικονομική ανάπτυξη αυτών και πολλές φορές αποτελώντας απειλή για την ιδία τη ζωή τους όταν αυτές αυτοκτονούν από απελπισία, η δολοφονούνται.
Στην Ελλάδα η άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια θεωρείται αυστηρά οικογενειακή υπόθεση και υπάρχει έντονη κοινωνική προκατάληψη ως προς τη δημοσιοποίηση του προβλήματος.
Ο ΟΗΕ το έτος 2002 συνέστησε στην Ελλάδα ταχεία υιοθέτηση νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία και με την Απόφαση 58/147 «Εξάλειψη της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών» της 19ης Φεβρουαρίου 2004 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ προσκλήθηκαν τα Κράτη – Μέλη να υιοθετήσουν, να ενισχύσουν και να εφαρμόσουν νομοθεσία που να απαγορεύει την ενδοοικογενειακή βία.
Ετσι στην Ελλάδα θεσπίστηκε μόλις το έτος 2006 ο Νόμος 3500, ο οποίος προβλέπει και τυποποιεί τις σοβαρότερες και απεχθέστερες αξιόποινες πράξεις βίας, αναγνωρίζοντας ακριβώς ότι σε εκείνες τις περιπτώσεις το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας παύει πλέον να αφορά αποκλειστικά τον χώρο της συγκεκριμένης κάθε φορά οικογένειας, αλλά αποκτά απαξία που ενδιαφέρει – και πρέπει να ενδιαφέρει – την Πολιτεία, ενώ καθιερώνεται ένας γενικός απαγορευτικός κανόνας κατά της άσκησης κάθε μορφής βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Με τον ορισμό του νόμου, μέλη της οικογένειας θεωρούνται οι σύζυγοι, ή οι γονείς και συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. Η έννοια της οικογένειας επεκτείνεται και στους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού, εφόσον συνοικούν, και στα πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και σε κάθε άλλο ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια. Τέλος, η έννοια της οικογένειας επεκτείνεται και στη μόνιμη σύντροφο του άνδρα ή στον μόνιμο σύντροφο της γυναίκας και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και στους τέως συζύγους.
Ιδιαίτερη και πλέον αυξημένη προστασία παρέχεται στην έγγυο, στο ανήλικο μέλος της οικογένειας, αλλά και σε κάθε άλλο μέλος της, το οποίο για οποιονδήποτε λόγο αδυνατεί να αντισταθεί στην ενδοοικογενειακή βία που τελείται σε βάρος του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 του νόμου, όλες οι μορφές της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης διώκονται αυτεπαγγέλτως και συνεπώς, δεν χρειάζεται να υποβληθεί έγκληση. Εφόσον γνωστοποιηθεί από οποιονδήποτε, είτε από το θύμα είτε από τρίτον στον αστυνομικό, εκείνος οφείλει αμέσως να καταγράψει το συμβάν και να ενημερώσει τον Εισαγγελέα, και να κινήσει τη διαδικασία του αυτοφώρου. Με τον τρόπο αυτόν σκοπείται να αποτρέπεται κάθε συναλλαγή ή προσπάθεια επηρεασμού του παθόντος εκ μέρους του δράστη, προκειμένου ο τελευταίος να αποφύγει την τιμωρία του, ενώ εξασφαλίζεται και η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και η αποτροπή της διαιώνισης της εντάσεως στις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Με το άρθρο 10 καθιερώνεται ιδιαίτερο έγκλημα παρακωλύσεως απονομής της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όποιος σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειάς του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι τριών ετών.
Ειδικότερα, στην έννοια του βιασμού περιλαμβάνεται πλέον και ο συζυγικός βιασμός, έστω και με τη μορφή της εντός γάμου συνουσίας, αντιμετώπιση που στοιχείται προς τις σύγχρονες αντιλήψεις περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εντός του γάμου. Και στην ελληνική έννομη τάξη δεν είναι πλέον υποστηρίξιμο το επιχείρημα ότι οι σύζυγοι είναι υποχρεωμένοι να εξαναγκάζουν αλλήλους προς γενετήσια συνεύρεση.
Με τον νέο νόμο θεσπίζεται ο θεσμός της ποινικής διαμεσολαβήσεως, ο οποίος εφαρμόζεται μόνον στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας και όχι στα κακουργήματα, ενώ η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται εάν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως της ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου παθόντα.
Αφετηρία της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολαβήσεως είναι είτε η έναρξη της προκαταρκτικής εξετάσεως μετά από έγκληση του παθόντα ή καταγγελία τρίτου, είτε η κίνηση της διαδικασίας του αυτοφώρου. Πρώτη ενέργεια του Εισαγγελέα είναι η διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής διαμεσολαβήσεως. Αν επέλθει συμφωνία, ο εισαγγελέας με διάταξή του εναντίον της οποίας δεν χωρεί προσφυγή, θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Η διάταξη αυτή καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού μητρώου και τηρείται για χρονικό διάστημα ίσο προς τον οριζόμενο από τον νόμο χρόνο παραγραφής του οικείου εγκλήματος. Εάν ο ενδιαφερόμενος συμμορφωθεί προς το αποτέλεσμα της διαμεσολαβήσεως, εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για τη φερόμενη ως τελεσθείσα αξιόποινη πράξη, ενώ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ποινικής διαμεσολαβήσεως αναστέλλεται η παραγραφή της πράξης.Εφόσον κατά του δράστη έχει κινηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου, η ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υποθέσεως κατά το άρθρο 423 ΚΠΔ. Και τα δύο πρόσωπα (κατηγορούμενος και θύμα) θα πρέπει να συναινούν προς τη διενέργεια της διαμεσολαβήσεως. Άρνηση του οποιουδήποτε από τα δύο μέρη προκαλεί συνέχιση της ποινικής διαδικασίας κατά τον ΚΠΔ.
Βασική καταρχάς προϋπόθεση για την έναρξη της ως άνω διαδικασίας αποτελεί ο δράστης να υποσχεθεί πως δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, σωρευτικά, επίσης, να άρει ή να αποκαταστήσει εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.
Τέλος, επίσης σωρευτικά, απαιτείται μία ακόμη προϋπόθεση, να παρακολουθήσει ο δράστης ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσον χρόνο κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές.
Σε κάθε περίπτωση, ο θεσμός της ποινικής διαμεσολαβήσεως θεωρείται θεσμός πρωτοποριακός. Παρέχει δε την ευκαιρία στα μέλη της οικογένειας που αντιμετώπισαν το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας (τόσο το θύμα όσο και τον δράστη) να διευθετήσουν τις ανακύψασες διαφορές με τρόπο δημιουργικό, και όχι αποκλειστικά μέσα από την τιμωρητική λειτουργία της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας.
Όμως ο αγώνας κατά της ενδοοικογενειακή βίας δεν πρέπει να εξαντλείται στα νομοθετικά μέτρα. Το ζητούμενο πρέπει να είναι πρωτίστως η πρόληψη και δευτερευόντως η καταστολή. Και σ’ αυτό πρέπει να βοηθήσουμε όλοι μας. ΄Οποιον ρόλο και αν έχουμε. Ο πιο σημαντικός όμως είναι ο ρόλος της ίδιας της γυναίκας. Οι γυναίκες θα πρέπει να απαιτούμε σεβασμό και εκτίμηση από τους άνδρες, όχι μόνο για να ζούμε ελεύθερες από προσβολές, ταπεινώσεις, εκφοβισμούς, απειλές και χειροδικίες, αλλά για να διαπαιδαγωγήσουμε σωστά τα παιδιά μας, αγόρια και κορίτσια, ώστε μεγαλώνοντας να έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς.
Να μάθουμε στα κορίτσια να πιστεύουν στον εαυτό τους και στις δυνάμεις τους και να μην ανέχονται καμία ταπείνωση και εκμετάλλευση από κανέναν και σε κανένα τομέα της ζωής τους, και να μάθουμε στα αγόρια να σέβονται τα κορίτσια ως ισότιμα, να επιλέγουν με σεβασμό το διάλογο, όποτε χρειάζεται για να επιλυθούν συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις.
Αιτία της κακοποίησης δεν είναι η αντιπαράθεση στα δύο πρόσωπα αλλά η επιθυμία του ενός να επιβληθεί στο άλλο. Εύχομαι κάποτε όλες οι γυναίκες να είναι δυνατές και να αντιμετωπίσουν τη βία και να απελευθερωθούν από αυτή. Βέβαια εύχομαι κάποτε να μην υπάρχει καθόλου βία».
H Πρόεδρος του Δ.Σ.
Μαρίνα Φιλιππίδου